Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàccola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkakkola] 1 κουτσουλιές 2 κακάρισμα (γέλιο) 3 τσίμπλα 4 μύξα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |