Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàchi
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkaki] 1 (pianta) διόσπυρος της Ιαπωνίας 2 (colore) χακί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |