Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cacologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kakoloˈʤia]

κακολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cacografia cacone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caciotta (θηλ.ουσ)
cacodemone (ουσ αρσ )
cacofonia (θηλ.ουσ)
cacofonico (επίθ.)
cacografia (θηλ.ουσ)
cacologia (θηλ.ουσ)
cacone (ουσ αρσ )
cacto (ουσ αρσ )
cactus (ουσ αρσ )
cacume (ουσ αρσ )
cadauno (οριστ. επίθ.)
cadavere (ουσ αρσ )
cadaverico (επίθ.)
cadaverina (θηλ.ουσ)
cadenza (θηλ.ουσ)
cadenzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cadere (ουσ αρσ )
cadere (ρ.αμτβ.)
cadetto (ουσ αρσ )
cadetto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---