Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcadére
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈdere] 1 μείωση 2 κατάπτωση 3 πέσιμο 4 πτώση 5 δύση (του ήλιου) cadére ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [kaˈdere] πέφτω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατηλεφωνία è caduta la linea = telefonia κόπηκε η γραμμή || far cadere = ρίχνω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |