Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cadènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈdɛntsa]

1 μέτρο
2 μουσική ανάγνωση
3 κυματισμός φωνής
4 πτώση (ρυθμός φωνής)
5 εκπνοή
6 πτώση
7 ρυθμός
8 ρυθμική ροή ήχου γλώσσας
9 ρυθμική πτώση
10 τονισμός μουσικός
11 σταδιακή μείωση έντασης φωνής
12 σταδιακή μείωση έντασης μουσικής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cadaverina cadenzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cacume (ουσ αρσ )
cadauno (οριστ. επίθ.)
cadavere (ουσ αρσ )
cadaverico (επίθ.)
cadaverina (θηλ.ουσ)
cadenza (θηλ.ουσ)
cadenzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cadere (ουσ αρσ )
cadere (ρ.αμτβ.)
cadetto (ουσ αρσ )
cadetto (επίθ.)
caditoia (θηλ.ουσ)
cadmiatura (θηλ.ουσ)
cadmio (ουσ αρσ )
caduceo (ουσ αρσ )
caducità (θηλ.ουσ)
caduco (επίθ.)
caduta (θηλ.ουσ)
caduto (ουσ αρσ )
caduto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---