Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcaffè
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kafˈfɛ] 1 (bevanda) ο καφές 2 (locale) το καφενείο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcaffè [αρσ.] amaro = ο καφές σκέτος || caffè [αρσ.] con poco zucchero = ο καφές μέτριος || caffè [αρσ.] decaffeinato = ο ντεκαφεϊνέ || caffè [αρσ.] forte = ο βαρύς καφές || caffè [αρσ.] lungo = ο αραιωμένος καφές || caffè [αρσ.] macchiato = ο καφές με γάλα || caffè [αρσ.] molto dolce = ο καφές βαρύγλυκος || caffè [αρσ.] shakerato = ο καφές φραπέ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |