Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càffo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkaffo]

μονός αριθμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caffettiere cafonaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caffellatte (αρσ. επίθ και ουσ)
caffettano (ουσ αρσ )
caffetteria (θηλ.ουσ)
caffettiera (θηλ.ουσ)
caffettiere (ουσ αρσ )
caffo (αρσ. επίθ και ουσ)
cafonaggine (θηλ.ουσ)
cafonata (θηλ.ουσ)
cafone (ουσ αρσ )
cafone (επίθ.)
cafonesco (επίθ.)
cagionare (ρ. μτβ.)
cagione (θηλ.ουσ)
cagionevole (επίθ.)
cagliare (ρ. μτβ.)
cagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cagliata (θηλ.ουσ)
cagliatura (θηλ.ουσ)
caglio (ουσ αρσ )
cagna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---