Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cagióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈʤone]

1 αφορμή
2 αιτία
3 κίνητρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cagionare cagionevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cafonata (θηλ.ουσ)
cafone (ουσ αρσ )
cafone (επίθ.)
cafonesco (επίθ.)
cagionare (ρ. μτβ.)
cagione (θηλ.ουσ)
cagionevole (επίθ.)
cagliare (ρ. μτβ.)
cagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cagliata (θηλ.ουσ)
cagliatura (θηλ.ουσ)
caglio (ουσ αρσ )
cagna (θηλ.ουσ)
cagnaccio (ουσ αρσ )
cagnara (θηλ.ουσ)
cagnetto (ουσ αρσ )
cagnolino (ουσ αρσ )
cagnotto (ουσ αρσ )
caicco (ουσ αρσ )
caino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---