Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcàcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkakkjo] 1 πούτσος 2 ψαλίδα κλήματος χωρίς σταφύλια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |