ItalianoGreco


cablàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈblare]

1 εγκαθιστώ ηλεκτρική συρμάτωση
2 ενισχύω με σύρματα
3 συρματώνω
4 στερεώνω με σύρματα
5 τοποθετώ ηλεκτρικά καλώδια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---