Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cablàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈblare]

1 εγκαθιστώ ηλεκτρική συρμάτωση
2 ενισχύω με σύρματα
3 συρματώνω
4 στερεώνω με σύρματα
5 τοποθετώ ηλεκτρικά καλώδια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cablaggio cablo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cabina (θηλ.ουσ)
cabinato (επίθ.)
cabinista (ουσ αρσ και θηλ.)
cabinovia (θηλ.ουσ)
cablaggio (ουσ αρσ )
cablare (ρ. μτβ.)
cablo (ουσ αρσ )
cablogramma (ουσ αρσ )
cabotaggio (ουσ αρσ )
cabotare (ρ.αμτβ.)
cabotiere (ουσ αρσ )
cabotiero (ουσ αρσ )
cabotiero (επίθ.)
cabrare (ρ.αμτβ.)
cabrata (θηλ.ουσ)
cabriolè (αρσ. επίθ και ουσ)
cabriolet (αρσ. επίθ και ουσ)
cacadubbi (ουσ αρσ και θηλ.)
cacao (ουσ αρσ )
cacare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---