Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


buttàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [butˈtare]

(gettare) ρίχνω

buttàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [butˈtarsi]

1 αποθαρρύνομαι
2 επιδίδομαι
3 προσαρμόζομαι
4 ρίχνομαι
5 ρίχνομαι με τα μούτρα
6 παρακινούμαι
7 επιτίθεμαι ξαφνικά
8 αφοσιώνομαι
9 εφορμώ
10 πέφτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  buttafuori buttata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(κτίριο) buttare giù = (costruzione) κατεδαφίζω | (appunti) γράφω πρόχειρα || buttare via = πετώ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

butilene (ουσ αρσ )
butilico (επίθ.)
butirrico (επίθ.)
butirroso (επίθ.)
buttafuori (ουσ αρσ )
buttare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
buttarsi (ρ. μ. αμτβ.)
buttata (θηλ.ουσ)
butterare (ρ. μτβ.)
butterato (επίθ.)
butteratura (θηλ.ουσ)
buttero (ουσ αρσ )
buzzo (ουσ αρσ )
buzzone (ουσ αρσ )
buzzurro (αρσ. επίθ και ουσ)
cabala (θηλ.ουσ)
cabalista (ουσ αρσ και θηλ.)
cabalistico (επίθ.)
cabaret (ουσ αρσ )
cabarettistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---