Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόburrificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [burrifiˈkare] 1 χτυπώ γάλα για να φτιάξω βούτυρο 2 μετατρέπω σε βούτυρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |