ItalianoGreco


burrascóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [burrasˈkoso], [burrasˈkozo]

1 τρικυμιώδης
2 πολυτάραχος
3 ραγδαίος
4 καταιγιστικός
5 θυελλώδης
6 ταραχώδης
7 μανιασμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---