Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόburìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [buˈrino] 1 αγρότης 2 χωριάτης 3 άξεστο πρόσωπο 4 άξεστος 5 χωρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |