Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόburlésco
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [burˈlesko] 1 μπουρλέσκ 2 κωμικός 3 γελοίος 4 αλλόκοτος 5 αστείος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |