Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùrbera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈburbera]

1 βαρούλκο
2 πόμπα άγκυρας
3 μάγκανο
4 εργατοκύλινδρος
5 εργάτης (μηχάνημα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burbanzoso burbero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

burattinesco (επίθ.)
burattino (ουσ αρσ )
buratto (ουσ αρσ )
burbanza (θηλ.ουσ)
burbanzoso (επίθ.)
burbera (θηλ.ουσ)
burbero (αρσ. επίθ και ουσ)
burchiello (ουσ αρσ )
burchio (ουσ αρσ )
bure (θηλ.ουσ)
bureau (ουσ αρσ )
buretta (θηλ.ουσ)
buriana (θηλ.ουσ)
burina (θηλ.ουσ)
burino (ουσ αρσ )
burla (θηλ.ουσ)
burlare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
burlarsi (ρ. μ. αμτβ.)
burlesco (αρσ. επίθ και ουσ)
burletta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---