Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόburbanzóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [burbanˈtsoso], [burbanˈtsozo] 1 υπερόπτης 2 φαντασμένος 3 ξιπασμένος 4 αλαζόνας 5 περήφανος αλαζονικός και θορυβώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |