Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


burattinàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [burattiˈnata]

ανόητη ενέργεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burattinaio burattinesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buonuomo (ουσ αρσ )
buonuscita (θηλ.ουσ)
burattare (ρ. μτβ.)
burattello (ουσ αρσ )
burattinaio (ουσ αρσ )
burattinata (θηλ.ουσ)
burattinesco (επίθ.)
burattino (ουσ αρσ )
buratto (ουσ αρσ )
burbanza (θηλ.ουσ)
burbanzoso (επίθ.)
burbera (θηλ.ουσ)
burbero (αρσ. επίθ και ουσ)
burchiello (ουσ αρσ )
burchio (ουσ αρσ )
bure (θηλ.ουσ)
bureau (ουσ αρσ )
buretta (θηλ.ουσ)
buriana (θηλ.ουσ)
burina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---