Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόburattinàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [burattiˈnajo] 1 αυτός που κινεί μαριονέτες 2 πωλητής κουκλών 3 κατασκευαστής κουκλών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |