Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbuonuòmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bwoˈnwɔmo] 1 ευπροσήγορος άνθρωπος 2 καλόγνωμος άνθρωπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |