Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


buonuòmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bwoˈnwɔmo]

1 ευπροσήγορος άνθρωπος
2 καλόγνωμος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  buonumore buonuscita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buono (επίθ.)
buonora (θηλ.ουσ)
buonsenso (ουσ αρσ )
buontempone (ουσ αρσ )
buonumore (ουσ αρσ )
buonuomo (ουσ αρσ )
buonuscita (θηλ.ουσ)
burattare (ρ. μτβ.)
burattello (ουσ αρσ )
burattinaio (ουσ αρσ )
burattinata (θηλ.ουσ)
burattinesco (επίθ.)
burattino (ουσ αρσ )
buratto (ουσ αρσ )
burbanza (θηλ.ουσ)
burbanzoso (επίθ.)
burbera (θηλ.ουσ)
burbero (αρσ. επίθ και ουσ)
burchiello (ουσ αρσ )
burchio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---