Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbuòno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbwɔno] (tagliando) το κουπόνι buòno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈbwɔno] 1 καλός (-ή, -ό) 2 (sapore) νόστιμος (-η, -ο) 3 (odore) μυρωδάτος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaccettare di buon grado = βάζω νερό στο κρασί μου || alla buon'ora! = στο καλό! || buon anno! [αρσ.] = καλή χρονιά || buon appetito! [αρσ.] = καλή όρεξη! || buon gusto [αρσ.] = η καλαισθησία || buon Natale [αρσ.] = καλά Χριστούγεννα || buon onomastico [αρσ.] = χρόνια πολλά || buon viaggio [αρσ.] = καλό ταξίδι || buona Pasqua! [θηλ.] = Χριστός ανέστη!, καλό Πάσχα! || buono [αρσ.] sconto = το εκπτωτικό κουπόνι || dare buon i frutti = πιάνω τόπο || dare buoni frutti = πιάνω τόπο || di buona famiglia = από σόι || dire una parola buona = λέω καμμιά καλή κουβέντα || fare buona impressione = κάνω καλή εντύπωση || in buona fede = καλόπιστα || le opere [θηλ. πλυθ.] buone = οι καλοσύνες [f.] || sono di buon umore = είμαι στις καλές μου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |