bùrbero
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈburbero]
1 τραχύς
2 σκυθρωπός
3 αυτός που δίνει εντύπωση σκληρότητας
4 σκαιός
5 στριμμένος
6 απειλητικός στην εμφάνιση
7 απότομος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈburbero]
1 τραχύς
2 σκυθρωπός
3 αυτός που δίνει εντύπωση σκληρότητας
4 σκαιός
5 στριμμένος
6 απειλητικός στην εμφάνιση
7 απότομος
permalink
burbero (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android