Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùrbero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈburbero]

1 τραχύς
2 σκυθρωπός
3 αυτός που δίνει εντύπωση σκληρότητας
4 σκαιός
5 στριμμένος
6 απειλητικός στην εμφάνιση
7 απότομος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  burbera burchiello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

burattino (ουσ αρσ )
buratto (ουσ αρσ )
burbanza (θηλ.ουσ)
burbanzoso (επίθ.)
burbera (θηλ.ουσ)
burbero (αρσ. επίθ και ουσ)
burchiello (ουσ αρσ )
burchio (ουσ αρσ )
bure (θηλ.ουσ)
bureau (ουσ αρσ )
buretta (θηλ.ουσ)
buriana (θηλ.ουσ)
burina (θηλ.ουσ)
burino (ουσ αρσ )
burla (θηλ.ουσ)
burlare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
burlarsi (ρ. μ. αμτβ.)
burlesco (αρσ. επίθ και ουσ)
burletta (θηλ.ουσ)
burlone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---