ItalianoGreco


buonaféde  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bwonaˈfede]

1 εμπιστοσύνη
2 αθωότητα
3 απροσωποληψία
4 αντικειμενικότητα
5 καλή πίστη
6 φερεγγυότητα
7 αμεροληψία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---