Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


buonagràzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bwonaˈgrattsja]

1 καλοσύνη
2 ευγένεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  buonafede buonalana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bum (ονοματ.)
bumerang (ουσ αρσ )
bungalow (ουσ αρσ )
bunker (ουσ αρσ )
buonafede (θηλ.ουσ)
buonagrazia (θηλ.ουσ)
buonalana (θηλ.ουσ)
buonanima (θηλ.ουσ)
buonanotte (επιφ.)
buonasera (επιφ.)
buoncostume (ουσ αρσ και θηλ.)
buoncuore (ουσ αρσ )
buondì (επιφ.)
buongiorno (επιφ.)
buongoverno (ουσ αρσ )
buongustaio (ουσ αρσ )
buongusto (ουσ αρσ )
buono (ουσ αρσ )
buono (επίθ.)
buonora (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---