Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bulldog  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bulˈdɔg]

σκύλος μπουλντόγκ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bulino bulldozer  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bulimia (θηλ.ουσ)
bulinare (ρ. μτβ.)
bulinatore (ουσ αρσ )
bulinatura (θηλ.ουσ)
bulino (ουσ αρσ )
bulldog (ουσ αρσ )
bulldozer (ουσ αρσ )
bulletta (θηλ.ουσ)
bullettame (ουσ αρσ )
bullettare (ρ. μτβ.)
bullettatura (θηλ.ουσ)
bullo (αρσ. επίθ και ουσ)
bullonare (ρ. μτβ.)
bullonatura (θηλ.ουσ)
bullone (ουσ αρσ )
bulloneria (θηλ.ουσ)
bum (ονοματ.)
bumerang (ουσ αρσ )
bungalow (ουσ αρσ )
bunker (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---