Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bùgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbuɲɲo]

1 κυψέλη
2 μελίσσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bugnato buio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bugigattolo (ουσ αρσ )
bugliolo (ουσ αρσ )
bugna (θηλ.ουσ)
bugnare (ρ. μτβ.)
bugnato (αρσ. επίθ και ουσ)
bugno (ουσ αρσ )
buio (ουσ αρσ )
buio (επίθ.)
bulbare (επίθ.)
bulbicoltura (θηλ.ουσ)
bulbiforme (επίθ.)
bulbo (ουσ αρσ )
bulboso (επίθ.)
Bulgaria (θηλ.ουσ)
bulgaro (ουσ αρσ )
bulgaro (επίθ.)
bulimia (θηλ.ουσ)
bulinare (ρ. μτβ.)
bulinatore (ουσ αρσ )
bulinatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---