Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


buffonàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [buffoˈnata]

1 χοντρά αστεία
2 χαζομάρες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  buffo buffone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

buffet (ουσ αρσ )
buffetteria (θηλ.ουσ)
buffetto (ουσ αρσ )
buffo (ουσ αρσ )
buffo (επίθ.)
buffonata (θηλ.ουσ)
buffone (ουσ αρσ )
buffoneggiare (ρ.αμτβ.)
buffoneria (θηλ.ουσ)
buffonesco (επίθ.)
buganvillea (θηλ.ουσ)
buggerare (ρ. μτβ.)
buggeratura (θηλ.ουσ)
buggettario (επίθ.)
bugia (θηλ.ουσ)
bugiardaggine (θηλ.ουσ)
bugiardo (αρσ. επίθ και ουσ)
bugigattolo (ουσ αρσ )
bugliolo (ουσ αρσ )
bugna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---