Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbuffóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bufˈfone] 1 νούμερο (περίγελος) 2 γελωτοποιός 3 αστείος 4 κλόουν 5 καραγκιόζης 6 ανόητος 7 χωρατατζής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |