Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbucèfalo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [buˈʧɛfalo] 1 βουκεφάλας 2 άλογο για όλες τις δουλειές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |