Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bruttùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [brutˈtura]

1 ακαθαρσία
2 χυδαιότητα
3 αισχρότητα
4 άσχημο ή φρικτό πράγμα
5 χυδαία πράξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brutto bruxelles  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brutta (θηλ.ουσ)
bruttare (ρ. μτβ.)
bruttezza (θηλ.ουσ)
brutto (ουσ αρσ )
brutto (επίθ.)
bruttura (θηλ.ουσ)
bruxelles (θηλ.ουσ)
bua (θηλ.ουσ)
buaggine (θηλ.ουσ)
bubbola (θηλ.ουσ)
bubboliera (θηλ.ουσ)
bubbolo (ουσ αρσ )
bubbone (ουσ αρσ )
bubbonico (επίθ.)
buca (θηλ.ουσ)
bucaneve (ουσ αρσ )
bucaniere (ουσ αρσ )
bucare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bucarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bucataio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---