Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brutalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [brutaliˈta]

1 αγριότητα
2 θηριωδία
3 βαναυσότητα
4 βάναυσα ή άγρια λόγια ή πράξεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brutale brutalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brusco (αρσ. επίθ και ουσ)
bruscolo (ουσ αρσ )
brusio (ουσ αρσ )
brustolino (ουσ αρσ )
brutale (επίθ.)
brutalità (θηλ.ουσ)
brutalizzare (ρ. μτβ.)
brutalmente (επίρ.)
bruto (αρσ. επίθ και ουσ)
brutta (θηλ.ουσ)
bruttare (ρ. μτβ.)
bruttezza (θηλ.ουσ)
brutto (ουσ αρσ )
brutto (επίθ.)
bruttura (θηλ.ουσ)
bruxelles (θηλ.ουσ)
bua (θηλ.ουσ)
buaggine (θηλ.ουσ)
bubbola (θηλ.ουσ)
bubboliera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---