Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brùno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbruno]

1 φαιό χρώμα
2 ρούχα πένθους
3 άνθρωπος πενθών
4 μαυριδερός άνθρωπος
5 μελαχρινός άνθρωπος
6 καστανό σκούρο χρώμα

brùno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbruno]

μελαχρινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brunitura brusca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brunire (ρ. μτβ.)
brunitoio (ουσ αρσ )
brunitore (αρσ. επίθ και ουσ)
brunitrice (θηλ.ουσ)
brunitura (θηλ.ουσ)
bruno (ουσ αρσ )
bruno (επίθ.)
brusca (θηλ.ουσ)
bruscamente (επίρ.)
bruschezza (θηλ.ουσ)
bruschinare (ρ. μτβ.)
bruschino (ουσ αρσ )
brusco (αρσ. επίθ και ουσ)
bruscolo (ουσ αρσ )
brusio (ουσ αρσ )
brustolino (ουσ αρσ )
brutale (επίθ.)
brutalità (θηλ.ουσ)
brutalizzare (ρ. μτβ.)
brutalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---