Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brùma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbruma]

1 κρύο
2 ομίχλη
3 χειμερινό ηλιοστάσιο
4 καρδιά του χειμώνα
5 μαλάκιο Teredo navalis που επικάθεται στις καρίνες των πλοίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brulotto brumale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brugo (ουσ αρσ )
brulicame (ουσ αρσ )
brulicare (ρ.αμτβ.)
brullo (επίθ.)
brulotto (ουσ αρσ )
bruma (θηλ.ουσ)
brumale (επίθ.)
brumoso (επίθ.)
bruna (θηλ.ουσ)
brunastro (επίθ.)
brunetto (ουσ αρσ )
brunimento (ουσ αρσ )
brunire (ρ. μτβ.)
brunitoio (ουσ αρσ )
brunitore (αρσ. επίθ και ουσ)
brunitrice (θηλ.ουσ)
brunitura (θηλ.ουσ)
bruno (ουσ αρσ )
bruno (επίθ.)
brusca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---