Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrulicàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bruliˈkame] 1 σμήνος 2 σμάρι 3 πλήθος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |