Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bruciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bruʧaˈmento]

1 κάψιμο
2 έγκαυμα
3 τσουρούφλισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bruciacchiatura bruciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brucella (θηλ.ουσ)
brucellosi (θηλ.ουσ)
bruciacchiamento (ουσ αρσ )
bruciacchiare (ρ. μτβ.)
bruciacchiatura (θηλ.ουσ)
bruciamento (ουσ αρσ )
bruciare (ρ.αμτβ.)
bruciare (ρ. μτβ.)
bruciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
bruciata (θηλ.ουσ)
bruciataio (ουσ αρσ )
bruciaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
bruciato (ουσ αρσ )
bruciato (επίθ.)
bruciatore (ουσ αρσ )
bruciatura (θηλ.ουσ)
brucina (θηλ.ουσ)
bruciore (ουσ αρσ )
bruco (ουσ αρσ )
bruffolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---