Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbruciaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bruʧaˈmento] 1 κάψιμο 2 έγκαυμα 3 τσουρούφλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |