Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brontosàuro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [brontoˈsawro]

βροντόσαυρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brontolone bronzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

broncotomia (θηλ.ουσ)
brontolamento (ουσ αρσ )
brontolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brontolio (ουσ αρσ )
brontolone (αρσ. επίθ και ουσ)
brontosauro (ουσ αρσ )
bronzare (ρ. μτβ.)
bronzeo (επίθ.)
bronzetto (ουσ αρσ )
bronzina (θηλ.ουσ)
bronzino (επίθ.)
bronzista (ουσ αρσ και θηλ.)
bronzo (ουσ αρσ )
brossura (θηλ.ουσ)
brucare (ρ. μτβ.)
brucatura (θηλ.ουσ)
brucella (θηλ.ουσ)
brucellosi (θηλ.ουσ)
bruciacchiamento (ουσ αρσ )
bruciacchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---