Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrontolìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [brontoˈlio] 1 μουρμουρητό 2 μουρμούρα 3 γκρίνια 4 υπόκωφο βουητό 5 μπουμπούνισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |