Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bronzìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bronˈdzista]

1 χαλκουργός
2 κατασκευαστής μπρούντζινων ειδών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bronzino bronzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bronzare (ρ. μτβ.)
bronzeo (επίθ.)
bronzetto (ουσ αρσ )
bronzina (θηλ.ουσ)
bronzino (επίθ.)
bronzista (ουσ αρσ και θηλ.)
bronzo (ουσ αρσ )
brossura (θηλ.ουσ)
brucare (ρ. μτβ.)
brucatura (θηλ.ουσ)
brucella (θηλ.ουσ)
brucellosi (θηλ.ουσ)
bruciacchiamento (ουσ αρσ )
bruciacchiare (ρ. μτβ.)
bruciacchiatura (θηλ.ουσ)
bruciamento (ουσ αρσ )
bruciare (ρ.αμτβ.)
bruciare (ρ. μτβ.)
bruciarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
bruciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---