Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brónco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbronko]

1 ροζιασμένο κλαδί
2 βρόγχος
3 βλαστάρι
4 βλαστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  broncio broncografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bronchiale (επίθ.)
bronchiolo (ουσ αρσ )
bronchite (θηλ.ουσ)
bronchitico (επίθ.)
broncio (αρσ. επίθ και ουσ)
bronco (ουσ αρσ )
broncografia (θηλ.ουσ)
broncopolmonare (επίθ.)
broncopolmonite (θηλ.ουσ)
broncotomia (θηλ.ουσ)
brontolamento (ουσ αρσ )
brontolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brontolio (ουσ αρσ )
brontolone (αρσ. επίθ και ουσ)
brontosauro (ουσ αρσ )
bronzare (ρ. μτβ.)
bronzeo (επίθ.)
bronzetto (ουσ αρσ )
bronzina (θηλ.ουσ)
bronzino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---