Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bromatologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bromatoloˈʤia]

χημεία τροφίμων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bromato bromatologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brogliaccio (ουσ αρσ )
brogliare (ρ.αμτβ.)
broglio (ουσ αρσ )
brokeraggio (ουσ αρσ )
bromato (αρσ. επίθ και ουσ)
bromatologia (θηλ.ουσ)
bromatologico (επίθ.)
bromidrico (επίθ.)
bromo (ουσ αρσ )
bromoformio (ουσ αρσ )
bromografo (ουσ αρσ )
bromuro (ουσ αρσ )
bronchiale (επίθ.)
bronchiolo (ουσ αρσ )
bronchite (θηλ.ουσ)
bronchitico (επίθ.)
broncio (αρσ. επίθ και ουσ)
bronco (ουσ αρσ )
broncografia (θηλ.ουσ)
broncopolmonare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---