Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brogliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [broʎˈʎare]

1 μηχανορραφώ
2 βυσσοδομώ
3 δολοπλοκώ
4 απεργάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brogliaccio broglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brodo (ουσ αρσ )
brodocultura (θηλ.ουσ)
brodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
brodoso (επίθ.)
brogliaccio (ουσ αρσ )
brogliare (ρ.αμτβ.)
broglio (ουσ αρσ )
brokeraggio (ουσ αρσ )
bromato (αρσ. επίθ και ουσ)
bromatologia (θηλ.ουσ)
bromatologico (επίθ.)
bromidrico (επίθ.)
bromo (ουσ αρσ )
bromoformio (ουσ αρσ )
bromografo (ουσ αρσ )
bromuro (ουσ αρσ )
bronchiale (επίθ.)
bronchiolo (ουσ αρσ )
bronchite (θηλ.ουσ)
bronchitico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---