Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brodolóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [brodoˈlone]

1 ακάθαρτος
2 αυτός που όταν τρώει λερώνει ή λερώνεται
3 λέτσος
4 βρομιάρης
5 απεριποίητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brodocultura brodoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

broda (θηλ.ουσ)
brodaglia (θηλ.ουσ)
brodetto (ουσ αρσ )
brodo (ουσ αρσ )
brodocultura (θηλ.ουσ)
brodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
brodoso (επίθ.)
brogliaccio (ουσ αρσ )
brogliare (ρ.αμτβ.)
broglio (ουσ αρσ )
brokeraggio (ουσ αρσ )
bromato (αρσ. επίθ και ουσ)
bromatologia (θηλ.ουσ)
bromatologico (επίθ.)
bromidrico (επίθ.)
bromo (ουσ αρσ )
bromoformio (ουσ αρσ )
bromografo (ουσ αρσ )
bromuro (ουσ αρσ )
bronchiale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---