Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrodétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [broˈdetto] 1 ψαρόσουπα 2 μπουγιαμπέσα 3 κακκαβιά 4 κακαβιά 5 κυκεώνας 6 ζουμί ψαρόσουπας με αυγολέμονο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |