Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbròccolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbrɔkkolo] 1 μπρόκολο 2 βλίτο (βλάκας) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |