Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bròccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrɔtʧa]

1 σούβλα
2 εργαλείο ανοίγματος βαρελιού
3 εργαλείο καθαρισμού τρύπας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  broccato brocciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brizzolato (επίθ.)
brizzolatura (θηλ.ουσ)
brocca (θηλ.ουσ)
broccatello (ουσ αρσ )
broccato (αρσ. επίθ και ουσ)
broccia (θηλ.ουσ)
brocciare (ρ. μτβ.)
brocciatrice (θηλ.ουσ)
brocciatura (θηλ.ουσ)
brocco (ουσ αρσ )
broccolo (ουσ αρσ )
broche (θηλ.ουσ)
broda (θηλ.ουσ)
brodaglia (θηλ.ουσ)
brodetto (ουσ αρσ )
brodo (ουσ αρσ )
brodocultura (θηλ.ουσ)
brodolone (αρσ. επίθ και ουσ)
brodoso (επίθ.)
brogliaccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---