Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrìvido
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbrivido] 1 (di freddo) η ανατριχίλα 2 (di febbre) ο ρίγος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere i brividi = ανατριχιάζω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |