Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brìvido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrivido]

1 (di freddo) η ανατριχίλα
2 (di febbre) ο ρίγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  britanno brizzolato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere i brividi = ανατριχιάζω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

briscola (θηλ.ουσ)
britannia (θηλ.ουσ)
britannico (ουσ αρσ )
britannico (επίθ.)
britanno (αρσ. επίθ και ουσ)
brivido (ουσ αρσ )
brizzolato (επίθ.)
brizzolatura (θηλ.ουσ)
brocca (θηλ.ουσ)
broccatello (ουσ αρσ )
broccato (αρσ. επίθ και ουσ)
broccia (θηλ.ουσ)
brocciare (ρ. μτβ.)
brocciatrice (θηλ.ουσ)
brocciatura (θηλ.ουσ)
brocco (ουσ αρσ )
broccolo (ουσ αρσ )
broche (θηλ.ουσ)
broda (θηλ.ουσ)
brodaglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---