Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbritànnico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [briˈtanniko] ο Βρετανός, η Βρετανίδα britànnico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [briˈtanniko] βρετανικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |