Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrigantìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [briganˈtino] 1 μπρίκι (πλοίο) 2 μπρικαντίνι (πλοίο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |