ItalianoGreco


brigànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [briˈgante]

1 άτιμος
2 ταπεινός και χυδαίος
3 παλιάνθρωπος
4 άρπαγας
5 ληστοφυγόδικος
6 λησταντάρτης
7 ληστοσυμμορίτης
8 κουρσάρος
9 πλιατσικολόγος
10 ληστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---