Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrillaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [brillaˈmento] 1 εκσφενδόνιση 2 πυροβολισμός 3 εμπρησμός 4 εκτόξευση 5 έκρηξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |